επιληνιος

επιληνιος
    ἐπιλήνιος
    ἐπι-λήνιος
    2
    винодельческий, относящийся к отбору или сбору винограда
    

(ὕμνος Anacr.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επιληνιος" в других словарях:

  • επιλήνιος — ἐπιλήνιος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στον ληνό, που γίνεται κατά το πάτημα τών σταφυλιών («ἐπιλήνιος ὕμνος, ἐπιλήνιον μέλος») 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἐπιλήνιος ονομασία τού Βάκχου 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιλήνια γιορτές τού τρύγου. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιλήνιος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήνιον — ἐπιλήνιος of masc/fem acc sg ἐπιλήνιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιληνίοισιν — ἐπιλήνιος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιληνίους — ἐπιλήνιος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήνια — ἐπιλήνιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήνιε — ἐπιλήνιος of masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήνιοι — ἐπιλήνιος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀπιλήνι' — ἐπιλήνια , ἐπιλήνιος of neut nom/voc/acc pl ἐπιλήνιε , ἐπιλήνιος of masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ТАНЕЦ —    • Όρχηστική, όρχησις,          Saltatio, y Гомера ο̉ρχηστύς, что было тесно соединено с игрой на цитре и пением (ο̉., κίθαρις καὶ α̉οιδὴ, Il. 13, 721; μολπή есть общее название того же самого). По большей части танцор и певец было одно и то… …   Реальный словарь классических древностей


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»